Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιμενεργάτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμενεργάτης ο [limenerγátis] Ο10 : αυτός που δουλεύει ως εργάτης στις εγκαταστάσεις του λιμανιού: Aπεργία λιμενεργατών.

[λόγ. λιμεν- (δες λιμένας) + εργάτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go