Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμάρικος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λιμάρικος, επίθ.· λιμαρικός.
  • Πειναλέος· φτωχός, άθλιος:
    • τσαγδάρους και λιμαρικούς (Χρον. Μορ. Η 738).

[<επίθ. λιμάρης + κατάλ. ‑ικος. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμάρικος -η -ο [limárikos] Ε5 : (προφ., μειωτ.) που τον χαρακτηρίζει η βουλιμία, η λαιμαργία, αχόρταγος, πειναλέος. λιμάρικα ΕΠIΡΡ.

[μσν. λιμάρικος < λιμάρ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες