Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λικέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λικέρ το [likér] Ο (άκλ.) : οινοπνευματώδες ποτό της κατηγορίας των ηδύποτων. λικεράκι το YΠΟKΟΡ: Θα πάρετε ένα ~;

[λόγ. < γαλλ. liqueur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες