Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιθοξόος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθοξόος ο [liθoksóos] Ο18 : (λόγ.) τεχνίτης που κατεργάζεται την πέτρα, το μάρμαρο· μαρμαράς.

[λόγ. < ελνστ. λιθοξόος]

[Λεξικό Κριαρά]
λιθοξόος ο.
  • Τεχνίτης που λαξεύει πέτρα:
    • λεπτουργούς και … λιθοξόους (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 78).
  • Ως επίθ. = που είναι σκαλισμένος σε πέτρα:
    • τα λιθοξόα ζώδια τα μοιρογραφημένα (Βέλθ. 731).

[μτγν. ουσ. λιθοξόος. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go