Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιθοκόπος ο.
-
- Επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, κοσμηματοποιός:
- οι λιθοκόποι και όλ’ οι χρυσοχοί (Πτωχολ. Ρ 147).
[αρχ. ουσ. λιθοκόπος]
- Επεξεργαστής πολύτιμων λίθων, κοσμηματοποιός:



