Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθοδομία η [liθoδomía] Ο25 : 1. η οικοδόμηση, η τοιχοποιία με πέτρα. 2. τα μέρη οικοδομήματος που είναι χτισμένα με πέτρα.
[λόγ. < αρχ. λιθοδόμ(ος) `χτίστης΄ -ία]



