Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιθογραφικός -ή -ό [liθoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη λιθογραφία ή στο λιθογράφο: Λιθογραφική μελάνη / εργασία.
[λόγ. < γαλλ. lithographique < lithograph(ie) = λιθογραφ(ία) -ique = -ικός]



