Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθογραφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθογραφικός -ή -ό [liθoγrafikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη λιθογραφία ή στο λιθογράφο: Λιθογραφική μελάνη / εργασία.

[λόγ. < γαλλ. lithographique < lithograph(ie) = λιθογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες