Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιθάρι το [liθári] Ο44 : 1. κάθε πέτρα, λίθος: Ο τόπος ήταν γεμάτος λιθάρια. ΦΡ βάζω / προσθέτω ένα ~ / λιθαράκι, συμβάλλω ενεργά σε κτ.: Ο Ψυχάρης έβαλε / πρόσθεσε κι αυτός ένα ~ στο οικοδόμημα της νεοελληνικής γλώσσας. 2. ο λίθος που χρησιμοποιούνταν στο αγώνισμα της λιθοβολίας και το αντίστοιχο αγώνισμα: Πάμε να ρίξουμε ~. Ήρθε πρώτος στο ~. λιθαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. ΦΡ βάζω / προσθέτω ένα λιθάρι* / ~.

[μσν. λιθάρι(ν) < ελνστ. λιθάριον υποκορ. του αρχ. λίθος, ὁ]

[Λεξικό Κριαρά]
λιθάριον το· λιθάρι· λιθάριν.
  • 1) Πέτρα:
    • έδερνεν το κεφάλι του με πέτρα, με λιθάρι (Διγ. Ο 2943
    • (σε μεταφ.):
      • τα αφτιά μου εστούπωσα με του κέρδους το λιθάριν (Σαχλ., Αφήγ. 338).
  • 2) Πέτρινος όγκος, βράχος:
    • Αρχίνησαν τον πόλεμον … σ’ εκείνο το βουνόν και το σκληρόν λιθάρι (Ιστ. Βλαχ. 900
    • (μεταφ.):
      • βοσκοί, λιθάρι του Ισραέλ (Πεντ. Γέν. XLIX 24).
  • 3) Οικοδομικός λίθος:
    • οι κολόνες του ναού και τα ξερά λιθάρια, … εβγάνασι καθάρια δάκρυα πικρά (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [173]).
  • 4) Πολύτιμος λίθος:
    • εβγάνει δακτυλίδιον με ατίμητον λιθάριν (Φλώρ. 1187
    • (μεταφ.):
      • ο λόγος τ’ αφεντός είν’ ακριβόν λιθάρι (Ιστ. Βλαχ. 1563).
  • Φρ.
  • 1) Γίνομαι υπομονής λιθάρι = υπομένω, γίνομαι καρτερικός:
    • (Σαχλ., Αφήγ. 6).
  • 2) Κάνω ή ποιώ λιθάρι κάπ. = πετρώνω, απολιθώνω κάπ.:
    • (Κυπρ. ερωτ. 418, 193).
  • 3) Κινώ άλλο λιθάρι = ενεργώ αλλιώς, ακολουθώ άλλο δρόμο, βρίσκω άλλο τρόπο για να πετύχω κ. (πβ. λίθος Φρ. 2):
    • (Ροδινός 142).
  • 4) Ρίχνω το λιθάρι = συμμετέχω σε αγώνισμα λιθοβολίας:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Πρόλ. [70]).

[μτγν. ουσ. λιθάριον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. και σήμ. και ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες