Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιθάργυρος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λιθάργυρος η — ο.
  • Είδος ορυκτού:
    • τον δε λιθάργυρον και τους χυλούς εψήσας μετά ελαίου, επίβαλε (Ιερακοσ. 49117).

[μτγν. ουσ. λιθάργυρος η. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες