Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγουλάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λιγουλάκι, επίρρ.
  • Πολύ λίγο, λιγάκι:
    • Σε λιγουλάκι γύρισε να δεις την πεθυμιά σου (Ιντ. κρ. θεάτρ. Β́ 112).

[<ουσ. λιγούλι + κατάλ. άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες