Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιγοστεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγοστεύω [liγostévo] Ρ5.2α : καθιστώ κτ. λιγότερο, μικρότερο ως προς το ποσό ή το μέγεθος· μειώνω, ελαττώνω, περιορίζω. ANT αυξάνω, μεγαλώνω: Σιγά σιγά να λιγοστεύεις τη δόση του φαρμάκου. Πρέπει να λιγοστέψεις το κάπνισμα / το ποτό. || γίνομαι λιγότερος, μικρότερος· μειώνομαι, ελαττώνομαι, περιορίζομαι: Λιγόστεψαν οι πιθανότητες να πετύχουμε. Tελευταία οι δουλειές λιγόστεψαν πολύ. Tα αποθέματα / τα καύσιμα άρχισαν να λιγοστεύουν.

[μσν. (ο)λιγοστεύω < (ο)λιγοστ(ός) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go