Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγνιτωρύχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγνιτωρύχος ο [liγnitoríxos] Ο18 : εργάτης λιγνιτωρυχείου.

[λόγ. λιγνιτωρυχ(είον) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες