Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγνίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγνίτης ο [liγnítis] Ο10 : γαιάνθρακας κατώτερης ποιότητας.

[λόγ. < γαλλ. lign(ite) -ίτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες