Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιγδωμένος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λιγδωμένος, μτχ. επίθ.
  • 1) Λερωμένος από λίπη, βρόμικος:
    • θέλει να ’μαι λιγδωμένη, άπλυτη και ρυπωμένη (Συναξ. γυν. 923).
  • 2) (Μεταφ. προκ. για την ψυχή) αμαρτωλός:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [621]).

[μτχ. παρκ. του λιγδώνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες