Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιγδιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιγδιάρης -α -ικο [liγδjáris] Ε9 : που είναι βρομιάρης, ακάθαρτος, γεμάτος λίγδες. || (ως ουσ.).

[λίγδ(α) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go