Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβεριανός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβεριανός -ή -ό [liverianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Λιβερία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Λιβεριανή κυβέρνηση / πρωτεύουσα / σημαία. Πλοίο με λιβεριανή σημαία. 2. (ως ουσ.) ο Λιβεριανός, θηλ. Λιβεριανή, ο κάτοικος της Λιβερίας. || (ως επίθ.): Λιβεριανοί εκπρόσωποι.

[λόγ. Λιβερί(α) -ανός < αγγλ. Liber(ia) -ία (< λατ. liber `ελεύθερος΄, επειδή το κράτος ιδρύθηκε από ελευθερωμένους σκλάβους)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες