Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιβανιστήρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβανιστήρι το [livanistíri] Ο44 : 1. σκεύος για λιβάνισμα, το θυμιατό. 2. (μτφ.) η κολακεία, ο υπερβολικός εγκωμιασμός· λιβάνισμα: Σταμάτα πια το ~.

[λιβανισ- (λιβανίζω) -τήρι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go