Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβαδία η.
-
- Λιβάδι:
- Αναστενάζουν τα βουνά, … βροντούν οι λιβαδίες (Λίβ. Sc. 2632).
[<ουσ. λιβάδιν + κατάλ. ‑ία. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Λιβάδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβαδιαίος, επίθ.
-
- Που έχει χαρακτηριστικά λιβαδιού, χλοερός:
- κάμπῳ λιβαδιαίῳ (Διγ. Ζ 2479)·
- γην σπόριμόν τε και λιβαδιαίαν (Metrol. 5020).
[<ουσ. λιβάδι(ο)ν + κατάλ. ‑αίος]
- Που έχει χαρακτηριστικά λιβαδιού, χλοερός: