Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβαδάκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λιβαδάκι το.
  • Μικρό λιβάδι:
    • (Χρον. Τόκκων 1515).

[<ουσ. λιβάδι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες