Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιβάδι
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβάδι το [liváδi] Ο44 : 1. έκταση γης που καλύπτεται από χόρτο και από διάφορα ποώδη φυτά· λειμώνας: Φυσικά / τεχνητά λιβάδια. Οι αγελάδες βόσκουν στο ~. Διασχίζαμε καταπράσινα / ανθισμένα λιβάδια. 2. είδος ιχθυοτροφείου. λιβαδάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. λιβάδιν < ελνστ. λιβάδιον `υγρός τόπος΄ υποκορ. του αρχ. λιβάς `πηγή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
λιβάδι το,
βλ. λιβάδιον.
[Λεξικό Κριαρά]
λιβαδία η.
  • Λιβάδι:
    • Αναστενάζουν τα βουνά, … βροντούν οι λιβαδίες (Λίβ. Sc. 2632).

[<ουσ. λιβάδιν + κατάλ. ‑ία. Η λ. και σήμ. ποντ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λιβαδιαίος, επίθ.
  • Που έχει χαρακτηριστικά λιβαδιού, χλοερός:
    • κάμπῳ λιβαδιαίῳ (Διγ. Ζ 2479
    • γην σπόριμόν τε και λιβαδιαίαν (Metrol. 5020).

[<ουσ. λιβάδι(ο)ν + κατάλ. ‑αίος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιβαδικός -ή -ό [livaδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε λιβάδι: Λιβαδικές εκτάσεις.

[λόγ. λιβάδ(ι) -ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
λιβάδιον το· λιβάδι· λιβάδιν.
  • 1) Χορτόφυτη έκταση εκτεταμένη ή όχι:
    • λιβάδιον υπόποτον (Metrol. 6313
    • ωσάν το ζo που βόσκεται εις λιβάδιν (Συναξ. γυν. 96
    • (μεταφ.):
      • Χαίρε (ενν. Μαρία δέσποινα), λιβάδιν πράσινον (Ύμν. Παναγ. 13· Βεν. 13
    • φρ. πιάνω λιβάδι = επιστρέφω στα κτήματά μου, στο σπίτι μου:
      • (Φορτουν. Γ́ 24).
  • 2) Πεδίο αγώνων, συγκρούσεων, πολέμων:
    • πολλοί εσκοτωθήκανε κι επέφταν στο λιβάδι (Διακρούσ. 8325· Ροδολ. Ά 245).
  • 3) Ρηχή και μικρή λιμνοθάλασσα· τα αβαθή μέρη της θάλασσας που υπάρχουν συνήθως στις εκβολές ποταμών:
    • Η Βενετία … έχει λιβάδια και κανάλια (Πορτολ. Α 18631· Α 23312).

[μτγν. ουσ. λιβάδιον. Ο τ. ‑ι και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες