Παράλληλη αναζήτηση
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβάδα η.
-
- Μεγάλο λιβάδι:
- τους κάμπους γαρ και τα νερά, το πλήθος των λιβάδων (Χρον. Μορ. P 1741)·
- εις λιβάδαν καθαράν (Πουλολ. 459).
[<ουσ. λιβάδι(ν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. τσακων. (Κωστάκης) και ως τοπων. (Μηνάς 1978: 61)]
- Μεγάλο λιβάδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβαδάκι το.
-
- Μικρό λιβάδι:
- (Χρον. Τόκκων 1515).
[<ουσ. λιβάδι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ.]
- Μικρό λιβάδι:
[Λεξικό Κριαρά]
- λιβαδάτος, επίθ.
-
- Που έχει χαρακτηριστικά λιβαδιού, χλοερός:
- πιάσε τόπον … καλόν και λιβαδάτον (Χρησμ. (Βέης) 1436).
[ουσ. λιβάδιν + κατάλ. ‑άτος]
- Που έχει χαρακτηριστικά λιβαδιού, χλοερός:



