Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιαστός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιαστός -ή -ό [lastós] Ε1 : που παρασκευάστηκε με έκθεση στον ήλιο: Λιαστό κρασί. Σύκα λιαστά.

[λιασ- (λιάζω) -τός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες