Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιανοτούφεκο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιανοτούφεκο το [lanotúfeko] & λιανοντούφεκο το [lanodúfeko] Ο41 : 1. ελαφρό όπλο: Ξεκίνησαν τη μάχη με μερικά λιανοτούφεκα. 2. (πληθ.) αραιοί πυροβολισμοί από τουφέκια: Έπεσαν μερικά λιανοντούφεκα.

[λιαν(ός) -ο- + τουφέκ(ι), ντουφέκ(ι) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες