Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιανοπωλητής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιανοπωλητής ο [lanopolitís] Ο7 : αυτός που διαθέτει εμπόρευμα στον καταναλωτή σε μικρές σχετικά ποσότητες. ANT χοντρέμπορος: Tιμή / κέρδος λιανοπωλητή.

[λόγ. λιαν(ός) -ο- + πωλητής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go