Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιάσιμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιάσιμο το [lásimo] Ο50 : η έκθεση στη θερμότητα και στο φως του ήλιου: Tο ~ της σταφίδας / του τραχανά.

[λιασ- (λιάζω) -ιμο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες