Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ληστοσυμμορία η [listosimoría] Ο25 : 1. συμμορία ληστών. 2. (μτφ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ομάδας ανθρώπων που με αυθαίρετο και αντικανονικό τρόπο νέμονται κτ. (εξουσίες, προνόμια, χρήματα) για το δικό τους αποκλειστικά όφελος και σε βάρος άλλων.
[λόγ. ληστ(ής) -ο- + συμμορία]