Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησταρχείο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λησταρχείο το [listarxío] Ο39 : 1. μέρος όπου κατέφευγαν οι ληστές. 2. (μτφ.) κατάστημα, επιχείρηση που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ακρίβεια, από αισχροκέρδεια στις συναλλαγές: Mην μπαίνεις σ΄ αυτό το μαγαζί, είναι (σκέτο) ~.

[λόγ. < μσν. λησταρχείο < λήσταρχ(ος) -είο]

[Λεξικό Κριαρά]
λησταρχείον το· λησταρχείο.
  • 1) Λημέρι λήσταρχου και της συμμορίας του:
    • έφερέν τον εις το λησταρχείον των απελατών (Διγ. Άνδρ. 34811).
  • 2) Συρροή ληστειών:
    • όλη του η ζωή ήτονε εις λησταρχείο και εις φόνους (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 382r).

[<ουσ. λήσταρχος + κατάλ. ‑είον. Η λ. στο Du Cange App. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες