Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λησμοσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λησμοσύνη η [lizmosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : (λογοτ.) η λήθη, η λησμονιά.

[λόγ. < αρχ. λησμοσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες