Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ληξιπρόθεσμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ληξιπρόθεσμος -η -ο [liksipróθezmos] Ε5 : που η προθεσμία του έληξε: Ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο / δάνειο. ληξιπρόθεσμα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. λήξι(ς) + προθεσμ(ία) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go