Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λημναίος, επίθ.
-
- Που προέρχεται από τη Λήμνο:
- λημναίαν σφραγίδα, αρμένιον βώλον (Ιατροσόφ. 792).
[μτγν. επίθ. Λημναίος (Steph., λ. Λήμνος)]
- Που προέρχεται από τη Λήμνο:



