Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λημματολόγιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λημματολόγιο το [limatolójio] Ο40 : 1. το σύνολο των λημμάτων ενός λεξικού ή μιας εγκυκλοπαίδειας: Kαταρτισμός του λημματολογίου. Στο ~ δεν περιλαμβάνονται οι διαλεκτικοί τύποι λέξεων. 2. κατάλογος με τα λήμματα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας: Έσβησε από το ~ όσα λήμματα ήταν καθαρά εγκυκλοπαιδικά.

[λόγ. λημματ- (λήμμα) -ο- + -λόγιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες