Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λεόντειον το.
-
- Η ομοιότητα κάπ. με λιοντάρι· ψυχικό σθένος, γενναιότητα:
- Ίσασι γαρ οι πάντες … την σην ορμητικήν ψυχήν, … το τολμηρόν και θρασύ και λεόντειον (Δούκ. 21723).
[ουδ. του αρχ. επιθ. λεόντειος ως ουσ.]
- Η ομοιότητα κάπ. με λιοντάρι· ψυχικό σθένος, γενναιότητα:



