Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεωφορειούχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεωφορειούχος ο [leoforiúxos] Ο18 : ιδιοκτήτης λεωφορείου ή λεωφορείων: Οι λεωφορειούχοι κατέβηκαν σε απεργία.

[λόγ. λεωφορεί(ον) + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες