Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεφτό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεφτό 1 το [leftó] Ο38 (μόνο στον εν.) : (προφ., λαϊκ.) λεφτά, χρήματα· ψιλό: Δώσε / κατέβαινε κανένα ~, δώσε μου χρήματα.

[εν. < πληθ. λεφτά]

[Λεξικό Κριαρά]
λεφτότητα η,
βλ. λεπτότης.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες