Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεφτάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεφτάς ο [leftás] Ο1 θηλ. λεφτού [leftú] Ο37 : (προφ.) αυτός που κερδίζει, που έχει πολλά χρήματα· πλούσιος, παραλής: Άμα είσαι ~, όλοι σου κάνουν υποκλίσεις.

[λεφτ(ά) -άς· λεφτ(άς) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες