Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λευχαιμικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λευχαιμικός -ή -ό [lefxemikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λευχαιμία ή έχει σχέση με αυτή. || (ως ουσ.) ο λευχαιμικός, αυτός που πάσχει από λευχαιμία.

[λόγ. < γαλλ. leucé mique < leucém(ie) = λευχαιμ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες