Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευχαιμικός -ή -ό [lefxemikós] Ε1 : που αναφέρεται στη λευχαιμία ή έχει σχέση με αυτή. || (ως ουσ.) ο λευχαιμικός, αυτός που πάσχει από λευχαιμία.
[λόγ. < γαλλ. leucé mique < leucém(ie) = λευχαιμ(ία) -ique = -ικός]



