Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λευκωματουρία η [lefkomaturía] Ο25 : (ιατρ.) πάθηση που συνίσταται στην παρουσία λευκώματος στα ούρα και οφείλεται σε βλάβη των νεφρών· λεύκωμα
22. [λόγ. λευκωματ- (λεύκωμα) + -ουρία μτφρδ. γαλλ. albuminurie]