Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λευκοφόρος, επίθ.
-
- Άσπρος, ασπροφορεμένος:
- τον λευκοφόρον κύκνον (Πουλολ. 25)·
- λευκοφόροι … άγγελοι (Τζάνε, Κατάν. 71).
[μτγν. επίθ. λευκοφόρος. Η λ. και σήμ.]
- Άσπρος, ασπροφορεμένος:



