Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεσβιασμός ο [lezviazmós] Ο17 : λεσβιακός έρωτας, μεταξύ (ομοφυλόφιλων) γυναικών.
[λόγ. λεσβιασ- (λεσβιάζω) -μός μτφρδ. γαλλ. lesbian isme (δες στο λεσβία)]