Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεσβιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεσβιακός -ή -ό [lezviakós] Ε1 : που αναφέρεται: α. στη Λέσβο, στους Λέσβιους: Λεσβιακά χρονικά. Λεσβιακή διάλεκτος. β. στις λεσβίες: ~ έρωτας.

[λόγ. < ελνστ. Λεσβιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go