Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεσβία η [lezvía] Ο25 : ομοφυλόφιλη γυναίκα.
[λόγ. < αρχ. Λέσβιος, Λεσβία `κάτοικος της Λέσβου΄ σημδ. γαλλ. Lesbienne & με βάση το αρχ. ρ. λεσβιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεσβιάζω [lezviázo] Ρ2.1α : (για γυναίκα) συμπεριφέρομαι ερωτικά, σεξουαλικά ως λεσβία.
[λόγ. < αρχ. λεσβιάζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεσβιακός -ή -ό [lezviakós] Ε1 : που αναφέρεται: α. στη Λέσβο, στους Λέσβιους: Λεσβιακά χρονικά. Λεσβιακή διάλεκτος. β. στις λεσβίες: ~ έρωτας.
[λόγ. < ελνστ. Λεσβιακός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεσβιασμός ο [lezviazmós] Ο17 : λεσβιακός έρωτας, μεταξύ (ομοφυλόφιλων) γυναικών.
[λόγ. λεσβιασ- (λεσβιάζω) -μός μτφρδ. γαλλ. lesbian isme (δες στο λεσβία)]