Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπτόκοκκος -η -ο [leptókokos] Ε5 : που οι κόκκοι του είναι λεπτοί, που αποτελείται από λεπτούς κόκκους. ANT χοντρόκοκκος.
[λόγ. λεπτο- + κόκκ(ος) -ος μτφρδ. γαλλ. aux grains fins]



