Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτουργός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτουργός ο· λεφτουργός.
  • Ο ειδικός σε λεπτουργήματα τεχνίτης (κυρίως προκ. για ξυλουργό):
    • τεχνίτας, λεπτουργούς και … λιθοξόους (Διήγ. πόλ. Θεοδ. 78).

[μτγν. ουσ. λεπτουργός. Ο τ. στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες