Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεπτοκαρυά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτοκαρυά η [leptokarjá] Ο24 : (βοτ.) η φουντουκιά.

[λόγ. επίδρ. στο λαϊκό λεφτοκαρυά < μσν. λεφτοκαρυά < λεφτοκάρ(υο) -ιά < ελνστ. λεπτοκάρυον ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]

[Λεξικό Κριαρά]
λεπτοκαρυά η· λεφτοκαρυά.
  • Φουντουκιά:
    • Λεφτοκαρυά μου φουντωτή, να κάθομουν σιμά σου (Ch. pop. 445).

[<ουσ. λεπτοκάρυον + κατάλ. ‑ά. Ο τ. στο Du Cange (λευτοκαριά, λ. λευτός)· πβ. και τ. λεφτοκαρά στο Βλάχ. (λευ‑). Η λ. και ο τ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go