Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεπτοκάρυο
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεπτοκάρυο το [leptokário] Ο40 : (βοτ.) το φουντούκι.

[λόγ. < ελνστ. λεπτοκάρυον (λαϊκό: λεφτόκαρο)]

[Λεξικό Κριαρά]
λεπτοκάρυον το· λεφτοκάρυον.
– Βλ. και λεπτοκάρυ.
  • Φουντούκι:
    • (Ορνεοσ. 57929).

[μτγν. ουσ. λεπτοκάρυον]

[Λεξικό Κριαρά]
Λεπτοκάρυος ο· Λεφτοκάρυος.
  • Προσωποπ. του ουσ. λεπτοκάρυον:
    • (Πωρικ. I 95).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go