Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτογράφω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτογράφω· λεπτογραφώ.
  • Γράφω, περιγράφω λεπτομερώς, εν εκτάσει:
    • (Παρασπ., Βάρν. C 4
    • (μτβ.):
      • τις δύνεται λεπτογραφείν τας αιματοχυσίας; (Βυζ. Ιλιάδ. 950).

[<λεπτο‑ + γράφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες