Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεπτοβαδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λεπτοβαδίζω.
  • Περπατώ γρήγορα κι ανάλαφρα:
    • εφαίνετον (ενν. η φάριτσα) πυκνά λεπτοβαδίζων κι εδόκει σαν μην περπατεί, αλλά χαμοπετάτον (Διγ. Ζ 316).

[<λεπτο + βαδίζω· πβ. λεπτοπυκνοβαδίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες