Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεπιδόπτερα τα [lepiδóptera] Ο40 : (ζωολ.) μεγάλη τάξη εντόμων που τα φτερά τους είναι καλυμμένα από μικροσκοπικά λέπια· (πρβ. ψυχές, πεταλούδες).
[λόγ. < γαλλ. lépidoptères < αρχ. λεπιδ- (λεπίς δες λεπίδα) -ο- + πτερ(όν) -α, ουδ. πληθ. του -ος]



