Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λεοντόκαρδος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεοντόκαρδος -η -ο [leondókarδos] Ε5 : που είναι ατρόμητος, θαρραλέος, ανδρείος.

[λόγ. λεοντ- (λέων) -ο- + καρδ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. cœur de lion]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες