Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεοντόκαρδος -η -ο [leondókarδos] Ε5 : που είναι ατρόμητος, θαρραλέος, ανδρείος.
[λόγ. λεοντ- (λέων) -ο- + καρδ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. cœur de lion]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. λεοντ- (λέων) -ο- + καρδ(ία) -ος μτφρδ. γαλλ. cœur de lion]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |