Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λεξικολογία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λεξικολογία η [leksikolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη, την ανάλυση, τη σημασία και την εξέλιξη των λεξικών στοιχείων μιας γλώσσας.

[λόγ. < γαλλ. lexicologie < lexico- = λεξικο- + -logie = -λογία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go