Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λεξικολογία η [leksikolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που ασχολείται με τη μελέτη, την ανάλυση, τη σημασία και την εξέλιξη των λεξικών στοιχείων μιας γλώσσας.
[λόγ. < γαλλ. lexicologie < lexico- = λεξικο- + -logie = -λογία]



